- ἀδιοριστία
- ἀδι-οριστία, ἡ,A indefiniteness, Nicom. ap. Phot.Bibl. p.143 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδιοριστία — ἀδιοριστίᾱ , ἀδιοριστία indefiniteness fem nom/voc/acc dual ἀδιοριστίᾱ , ἀδιοριστία indefiniteness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοριστία — ἀδιοριστία, η (Α) [ἀδιόριστος] αοριστία … Dictionary of Greek
αδιόριστος — η, ο (Α ἀδιόριστος, ον) νεοελλ. ο μη διορισμένος σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία αρχ. αυτός που δεν ορίζεται, ακαθόριστος, απροσδιόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διορίζω. ΠΑΡ. αρχ. αδιοριστία] … Dictionary of Greek